- σλάλομ
- το, Νάκλ.1. (αβλ.) χιονοδρομικό αγώνισμα κατάβασης, το οποίο ακολουθεί συγκεκριμένη διαδρομή σε ειδική πίστα κλιτύος μεγάλης σχετικά κλίσης που επισημαίνεται με ψηλούς και λεπτούς πασσάλους οι οποίοι φέρουν μικρές σημαίες στις κορυφές τους, τοποθετημένους έτσι ώστε να σχηματίζουν αλλεπάλληλες πύλες, από τις οποίες είναι υποχρεωμένος να περάσει ο αθλητής2. φρ. «γιγαντιαίο σλάλομ»(αβλ.) χιονοδρομικό αγώνισμα που έχει τα χαρακτηριστικά τής κατάβασης και τού σλάλομ σε διαδρομή μεγάλου μήκους, στην οποία οι πύλες είναι ευρύτερες και απέχουν περισσότερο μεταξύ τους από όσο στο απλό σλάλομ.[ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. slalom < νορβ. slalom «επικλινής δρόμος»].
Dictionary of Greek. 2013.